ταχυδαχτυλουργία

ταχυδαχτυλουργία
η
1. η τέχνη του ταχυδαχτυλουργού (βλ. λ.).
2. απατηλό τέχνασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταχυδαχτυλουργικός — ή, ό ο σχετικός με τον ταχυδαχτυλουργό, που γίνεται με ταχυδαχτυλουργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”